μεσοβέζικος

μεσοβέζικος
-η, -ο
(λ. βενετ.)
1. ο ενδιάμεσος άνεμος (ΒΑ, ΝΔ κτλ.).
2. μτφ., ασαφής: Μου φέρθηκε με μεσοβέζικο τρόπο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσοβέζικος — η, ο 1. (για άνεμο) ενδιάμεσος 2. αυτός που δεν είναι σταθερός, ο ασταθής, ο αμφίρροπος, ο ταλαντευόμενος 3. ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βεν. mezo vento «ενδιάμεσος άνεμος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”